- ἀβουκόλητος
- ἀ-βου-κόλητος, nicht beaufsichtigt, vernachlässigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αβουκόλητος — ἀβουκόλητος ον (Α) [βουκολῶ] 1. αυτός που δεν βοσκήθηκε ή που δεν φυλάσσεται από βουκόλο 2. μτφ. αφρόντιστος, παραμελημένος … Dictionary of Greek
ἀβουκόλητον — ἀβουκόλητος masc/fem acc sg ἀβουκόλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)